- ανθαιρούμαι
- ἀνθαιροῡμαι (-έομαι) (Α)1. προτιμώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο, προκρίνω2. εκλέγω, διορίζω κάποιον στη θέση άλλου3. διεκδικώ, προβάλλω αξιώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθαιροῦμαι — ἀνθαιρέομαι choose pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνθαιρέομαι choose pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)